- υποτρώγω
- Α [τρώγω]1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)2. τρώω πριν από το κύριο γεύμα («κρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.